Όταν ο Μωάμεθ πολιορκούσε την Κωνσταντινούπολη το Μάιο του 1453, πρότεινε στον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο να παραδώσει την Πόλη και να φύγει ανενόχλητος με την συνοδεία του. Ο Αυτοκράτορας επαναλαμβάνει το «Μολών Λαβέ» του Λεωνίδα, λέγοντας ότι «είμαστε όλοι αποφασισμένοι να πεθάνουμε με τη θέλησή μας για τη σωτηρία της Πόλης»
(Ευστ.Ι.Σταθόπουλου, ‘Θεόδωρος Κολοκοτρώνης-Ο Λεβέντης του Μοριά’, Αθήνα 1994).
Είχε προηγηθεί όμως το 1204 η ολοσχερής καταστροφή της Κωνσταντινούπολης από τις φράγκικες αποικιοκρατικές επιδρομές των δυτικών για να παραδοθεί η Ευρωπαϊκή Ανατολή και ο Βυζαντινός Ελληνισμός ανήμπορος στα χέρια των Οθωμανών την 29η Μαΐου 1453. (Γ.Καραμπελιά, ‘1204-Η ∆ιαμόρφωση του νεότερου Ελληνισμού’, Αθήνα, 2006). Μετά τη πτώση της Πόλης οι Τούρκοι μπαίνουν στην Αγιά Σοφιά, προσεύχονται στον Αλλάχ και κατεβάζουν το σταυρό, βρίσκουν τον Αυτοκράτορα και περιφέρουν το κεφάλι του στις πόλεις σαν δείγμα της μεγάλης νίκης τους.
Τα χρόνια της σκλαβιάς του υπόδουλου Ελληνισμού ήταν πολύ δύσκολα, γιατί οι Τούρκοι προσπαθούσαν να σβήσουν την Ελληνική ψυχή και αφαίμαζαν τις νέες γενιές με το παιδομάζωμα. Έτσι, οι μικροί Έλληνες εξισλαμίζονταν και ανατρέφονταν στα Τούρκικα για να γίνουν γενίτσαροι και να πολεμούν αργότερα τους πατέρες τους! Αρκετοί Έλληνες δεν άντεξαν τη σκλαβιά και οι μορφωμένοι, οι έμποροι έφυγαν σε ξένες ελεύθερες χώρες. Οι πολλοί όμως που έμειναν στη σκλαβωμένοι Ελλάδα είναι χωρικοί, αγρότες, παπάδες και δουλεύουν σκληρά στα άγονα κτήματα που τους άφησαν οι Τούρκοι για να βγάλουν το ένα δέκατο της παραγωγής για φόρο, «τη δεκάτη».
Ο πνευματικός αγώνας συνεχίζονταν στα κρυφά σχολειά, όπου τα Ελληνόπουλα κρατούσαν ζωντανή μέσα τους τη φλόγα της ελευθερίας. Έτσι, όταν μεγαλώσουν αφήνουν τους γονείς τους και τα σπίτια τους και πιάνουν τα βουνά, να συναντήσουν τους «κλέφτες» και να γίνουν «παλικάρια». «Κάλλιο να ζω με τα θεριά παρά να ζω με Τούρκους», λέγανε…
Οι κλέφτες κάνουν αντίσταση στην αυθαιρεσία των Τούρκων και τους κτυπούν όπου τους βρίσκουν. Είναι καλά γυμνασμένοι για να αντέχουν στον πόλεμο και στις κακουχίες. Έχουν ακλόνητη πίστη στο Θεό και στη θρησκεία ενώ έχουν ευλάβεια στους παπάδες και τα μοναστήρια. Οι Τούρκοι τρέμουν όταν ακούν για κλέφτες. Αναγκάζονται να βάλουν Έλληνες για να τους κυνηγήσουν. Γι’ αυτό τους ορίζουν αρχηγούς σε μία περιφέρεια το «αρματολίκι», τους δίνουν άρματα και τους λένε «αρματολούς». Οι αρματολοί πολλές φορές βοηθάνε τους κλέφτες, όπου μπορούν, τους ειδοποιούν για εφόδους, τους προστατεύουν, τους τροφοδοτούν.
Ξεχωριστή θέση στη κλεφτουριά κατέχει η γενιά των Κολοκοτρωναίων! Ο Γέρος του Μοριά διηγείται στα απομνημονεύματά του ότι λέγονταν Τσεργίνηδες και ότι κατάγονταν από το Αρκουδόρεμα και αργότερα πήγαν στο Λιμποβίτσι.
Ο πατέρας του Θοδωρή, ο Κωνσταντής Κολοκοτρώνης είχε πάρει μέρος στα Ορλοφικά το 1770, με 1000 παλικάρια από τα χωριά της Γορτυνίας, η οποία περιοχή ήταν η βασική πηγή στρατολογίας την εποχή εκείνη. Εξόντωσε τους Αρβανίτες στα Τρίκορφα το 1779, αλλά τον επόμενο χρόνο έπεσε ηρωικά με τα τρία αδέλφια του στην πολιορκία του πύργου τους στην Καστάνιτσα της Μάνης.
Ο Κολοκοτρώνης μεγαλώνει με τη μητέρα του στη Μηλιά της Μάνης και από τα δέκα μέχρι να γίνει 15ετής, στην Αλωνίσταινα της Γορτυνίας. Εκεί, μες στην κλεφτουριά, από μικρός φοράει τ’άρματα και γίνεται αρχηγός των κλεφτών της περιφέρειάς του. Συναντάει τον Ζαχαριά, τον τουρκοφάγο καπετάνιο, και τον Πετιμεζά τον μεγάλο αγωνιστή, δέχεται τις συμβουλές τους, γίνεται προστάτης των Χριστιανών και φεύγει για τα Αρκαδικά βουνά.
Ύστερα από τα επαναστατικά κινήματα, τα Ορλοφικά του 1770 και τις μάχες του Λάμπρου Κατσώνη με τον τουρκικό και αλγερινό στόλο το 1790, οι Τούρκοι αποφασίζουν να διαλύσουν όλη την κλεφτουριά και περισσότερο την Κολοκοτρωνέικη γενιά. Γίνεται μεγάλο κυνηγητό, προδοσίες, καρτέρια και ο Θανάσης Πετιμεζάς, ο Ζαχαριάς, ο Γιαννιάς, ο αδελφός του Γιάννης- ο διάσημος Ζορμπάς- και άλλοι μεγάλοι κλέφτες χάνονται.
Ο Κολοκοτρώνης φεύγει το 1805 στη Ζάκυνθο. Εκεί ζητάει βοήθεια από τον αρχηγό των Ρωσικών στρατευμάτων για να λευτερωθεί ο Μοριάς. Του ζητείται όμως να καταταγεί εναντίον του Ναπολέοντα αλλά δε το κάνει και συνεχίζει να κρύβεται, ενώ η οικογένειά του βρίσκεται στη Γορτυνία κυνηγημένη και το 1807 έρχεται κοντά του στη Ζάκυνθο.
Εκείνο το χρόνο, το 1807, έρχεται στη Πελοπόννησο για να την κατακτήσει ο Βελής πασάς, υιός του Αλή πασά των Ιωαννίνων, και ορίζει επίθεση στον Αλή Φαρμάκη, ο οποίος είχε μεγάλη ισχύ στον τόπο του. Ο Αλής Φαρμάκης, τον λέγαν έτσι γιατί είχε ωχρό χρώμα, ήταν απόγονος της οικογένειας των Ισμαηλαίων, οι οποίοι ήταν Τουρκαλβανοί, δηλαδή Μουσουλμάνοι Αλβανοί, που απεχθάνονταν όμως την Τουρκική κυριαρχία και είχαν εγκατασταθεί στο Λάλα της Ηλείας το 1718, πλησίον του ∆ήμου Ελευσίνος. Ήταν αδελφοποιτός με τους Κολοκοτρωναίους και όταν ζήτησε τη βοήθεια, ο Κολοκοτρώνης παρακινδυνεύει, αλλά ως μπιστικός φίλος επιστρέφει στη Γορτυνία από τη Ζάκυνθο και μαζί με το Νικηταρά, το Νίκο Πετιμεζά και 14 ακόμα παλικάρια κλείστηκαν στο πύργο του Αλή στο Μοναστηράκι και πολεμούσαν το Βελή πασά.
Αφού ο Βελής πασάς είδε ότι δεν έπεφτε ο πύργος προτείνει τη λύση της πολιορκίας με πονηρούς όρους: 1) να μη θιχθεί ο πύργος, 2) να φύγει ο Κολοκοτρώνης για τη Ζάκυνθο και 3) να πάει ο Αλής Φαρμάκης στην Τρίπολη για να τον προστατεύει. Οι όροι αυτοί όμως καταπατήθηκαν: ο πύργος ισοπεδώθηκε, κυνήγησαν τον Κολοκοτρώνη και ο Φαρμάκης πάει στη Ζάκυνθο, όπου από κοινού σχεδίασαν τη σύσταση Ελληνοαλβανικού Ελεύθερου Κράτους. Το σχέδιο εγκρίνεται το 1808 από τους Γάλλους και αρχίζει να ετοιμάζεται στρατός στην Ήπειρο.
Το 1809 οι Άγγλοι κυριεύουν τα Εφτάνησα, το σχέδιο ίδρυσης Κράτους ματαιώνεται και ο Κολοκοτρώνης μαζί με άλλους κατατάσσεται μισθωτός στον Αγγλικό στρατό στη Λευκάδα. Εκεί γνωρίζεται με τον Άγγλο φιλέλληνα Τζώρτζ, και το 1810 προάγεται στο βαθμό του μαγιώρου (ταγματάρχη) για τηνανδρεία που έδειξε. Μετά την ήττα του Ναπολέοντα, οι Άγγλοι διαλύουν τα άτακτα στρατεύματα του Τζώρτζ και το 1817 απολύεται ο Κολοκοτρώνης και μένει χωρίς μισθό στη Ζάκυνθο. Ανοίγει πάλι ζωοεμπορικό για να συντηρεί την οικογένειά του και χαίρεται για την καλή ανατροφή που παίρνουν τα παιδιά του στην ήσυχη Ζάκυνθο.
Όμως ο νους του είναι στην απελευθέρωση της Πατρίδας! Γυρίζει τα μάτια του προς το σκλαβωμένο Μοριά, αγναντεύει τα βουνά και αναστενάζει! Ακόμα κυνηγιέται η κλεφτουριά και δε γνωρίζει τον άδικο χαμό, με προδοσία, του γερο-Γιάννη ∆εληγιάννη στα Λαγκάδια. Τα παιδιά του ∆εληγιάννη, ο Θοδωράκης και ο Κανέλλος ορκίζονται και κατηχούν κι’ άλλους για να πάρουν εκδίκηση για τον άδικο σκοτωμό και αποκεφαλισμό του κατάκοιτου πατέρα τους.
Το 1818 ο Κολοκοτρώνης, μπροστά στον παπά Άνθιμο Αργυρόπουλο, διαβάζει το γράμμα του Αναγνωσταρά και ορκίζεται τον Ιστορικό όρκο της Φιλικής Εταιρείας. Ο πόνος του αβάσταχτος όταν χάνει την αγαπημένη του γυναίκα την Κατερίνα το 1820. Λαμβάνει την πρόσκληση του Υψηλάντη προς όλους τους Φιλικούς: «έσω έτοιμος», κινάει για το Μοριά, αποχαιρετάει τους δικούς του και στις 6 Ιανουαρίου 1821, φθάνει με καράβι στην Καρδαμύλη της Μάνης.
Η επανάσταση πλέον φουντώνει σε πολλά μέρη, Καλάβρυτα, Καλαμάτα, Ολυμπία, Τρίπολη, ενώ οι Τούρκοι πληροφορούνται την εξέγερση των Ελλήνων και τρέχουν να οχυρωθούν στα γύρω κάστρα. Μετά τη νικηφόρα μάχη στο Λεβίδι στις 14 Απριλίου, αναπτερώνεται το ηθικό των αγωνιστών που είχε καμφθεί από τις αρχικές απώλειες στη Βλαχοκερασιά και τον απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε ́στην Πόλη.
Για την καλύτερη οργάνωση της συνέχειας της επανάστασης, γίνεται συνέλευση στο Χρυσοβίτσι στις 28 Απριλίου και ο Γέρος του Μοριά, ο καπετάν Θοδωράκης Κολοκοτρώνης διορίζεται αρχιστράτηγος των στρατευμάτων με τη σύμφωνη γνώμη του Κανέλλου ∆εληγιάννη και των άλλων προκρίτων του αγώνα.
Έτσι, με υπαρχηγό τον Πλαπούτα συγκροτεί στρατό με σιδερένια πειθαρχία, όπου 2500 Γορτύνιοι, μικροί και μεγάλοι, τρέχουν κοντά του να μάθουν την τακτική του πολέμου και καταρτίζουν το νέο στράτευμα. Ο πόλεμος τώρα θα γινότανε συστηματικά και με βάση το περίφημο πολεμικό σχέδιο του Αρχιστράτηγου. ∆ηλαδή, να γίνει η πολιορκία της Τριπολιτσάς, ώστε να αχρηστευθεί ο Τουρκικός στρατός φυλακισμένος μέσα στην πόλη, και να επικρατήσει παντού η επανάσταση με Ελληνική πρωτοβουλία!
Ακολούθησαν οι ένδοξες μάχες στο Βαλτέτσι στις 12 Μαΐου, η πολιορκία της Τριπολιτσάς και η άλωσή της με την ιστορική μάχη της Γράνας (τάφρος) στις 10 Αυγούστου.
“Η άλωση της Τριπολιτσάς ήταν το μεγαλύτερο γεγονός του πρώτου έτους του πολέμου και ολόκληρου του Αγώνα του Εικοσιένα. Κι’ αυτό γιατί στέριωσε η επανάσταση και συνεχίσθηκε η εκκαθάριση στην ενδοχώρα, αποθεώθηκε το όνομα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, οι λληνες έμαθαν να πολεμούν και σήκωσαν το βάρος για τη συνέχιση του αγώνα, ενισχύθηκαν ηθικά αλλά και με υλικά πολεμικά μέσα. Με την άλωση της Τριπολιτσάς οι νικητές εκδικήθηκαν για τις δοκιμασίες των κατακτητών τεσσάρων αιώνων δουλείας!Τα μέτωπα των αγωνιστών τα στεφάνωσε η Ελληνική δόξα και τα αποθανάτισε η δημόσια μούσα:
Πήραν τα κάστρα πήραν τα, πήραν και τα ντερβένια,
πήραν και την Τριπολιτσά, την ξακουσμένη χώρα…”
(σύμφωνα με τον σπουδαίο Ιστορικό μας Τάσο Αθ. Γριτσόπουλο, Πρόεδρο της Εταιρείας Πελοποννησιακών Σπουδών, Συνέδριο Αρκάδων, Τρίπολη 2005).
Η επανάσταση του 1821 ήρθε, και αντήχησε το καριοφίλι από κοινού με το θούριο του Ρήγα και την ιαχή του πολέμου.
Σύνθημα γενικό, μη μείνει Τούρκος στο Μοριά! Ελευθερία ή Θάνατος!
Για να ζωντανέψουν αυτά τα ηχηρά συνθήματα των πρώτων στιγμών ενθουσιασμού, χρειάσθηκαν δύο επικίνδυνα στάδια: 1) με την εμφάνισ η των τουρκικών στρατευμάτων οι ενθουσιώδεις επαναστάτες εγκατέλειπαν οπλαρχηγούς και στρατόπεδα και 2) μετά το πρώτο και δεύτερο βάπτισμα του πυρός, αυτοί οι άτολμοι, οι απόλεμοι, οι συχνά άοπλοι, μετέβαλαν τον πόλεμο σε λαϊκό πανηγύρι αψηφούσαν το θάνατο, έπεφταν ορμητικοί στη μάχη, εφόσον ένοιωθαν ότι τη μάχη την κατεύθυναν έμπειροι καπεταναίοι και συμπολεμούσαν άρχοντες, κληρικοί και ξένοι φιλέλληνες. Εκοπίασε πολύ ο Κολοκοτρώνης μέχρι να συστήσει ισχυρά στρατόπεδα και ώσπου να συγκρατεί το στράτευμα, για να μην εκτίθεται σε άσκοπους κινδύνους. Όταν κορυφώθηκε η πολιορκία της Τριπολιτσάς, φάνηκε ότι πολεμούσε το Έθνος σύσσωμο, αποφασισμένο να παρακινδυνεύσει και να νικήσει.
Στα πεδία των μαχών οι Έλληνες λησμονούσαν τις αντιθέσεις τους για να αντιμετωπίσουν τον εχθρό. Όταν ο εχθρός εξοντωθεί, όπως συνέβη στα δύο πρώτα χρόνια του αγώνα, με την άλωση της Τριπολιτσάς και την καταστροφή του ∆ράμαλη, οι Έλληνες ξαναθυμούνται ότι τους χωρίζει και πολεμούν μεταξύ τους.
Οι δύο εμφύλιοι πόλεμοι, του 1823 και 1824 , αμαύρωσαν τον ιερό αγώνα και τον έθεσαν σε μεγάλο κίνδυνο. Επί επτά ολόκληρα χρόνια έως το 1828, η Ελλάδα ήταν στρατευμένη και διεξήγαγε τον πόλεμο μέχρι την τελική νίκη στο Ναυαρίνο. Ήταν ο αγώνας για την ελευθερία του Έθνους, της Πατρίδας, της Ελλάδας, των Ελλήνων. Και διεξήχθη σε ξηρά και θάλασσα, στα κάστρα, στα στρατόπεδα, στις χωσιές, στα βουνά και στα λαγκάδια. Ό καθαγιασμένος αυτός τόπος βάφτηκε με αίμα, το τίμιο αίμα εκείνων που μας χάρισαν πατρίδα ελεύθερη. Κυματίζει σήμερα η κυανόλευκη πάνω από ένα σωρό βωμούς και ολοκαυτώματα. Αυτός είναι ο παλμός της αιωνίας Ελλάδας. Της Ελλάδας που έσπασε μόνη της τα δεσμά της δουλείας και έστειλε το αθάνατο μήνυμα στον κόσμο, ότι σε αυτό τον τόπο διδάσκεται, πώς οι δούλοι γίνονται ελεύθεροι!
Ζήτω η αιωνία Ελλάδα.
(Απόσπασμα της ομιλίας του κ. Γριτσόπουλου, στην επέτειο της 25 ης Μαρτίου
1821 στο Πανεπιστήμιο Πατρών, Πάτρα 1995).
Πηγές βιβλιογραφίας εκτός των προαναφερομένων:
«Απομνημονεύματα του Θεόδωρου Κωνσταντή Κολοκοτρώνη», Αθήναι 1981
«Ο Γέρος του Μοριά», Σπύρου Μελά
«Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως», Φωτάκου, Αθήναι 1974
«Ιστορία της Γορτυνίας» του Τάκη.Χ.Κανδηλώρου, Πάτρα 1899
«Ιστορικές αναφορές στο ημερολόγιο 2002», Συλλόγου Βελημαχιτών Αρκαδίας, 2002.
Η ιστορική αυτή αναφορά περιέχεται στην έκδοση «Μητρώο Μελών του Συλλόγου Βελημαχιτών Αρκαδίας, 2008».